Η ανατομική της άρθρωσης του καρπού (πηχεοκαρπική άρθρωση), είναι ίσως η πιο σύνθετη και πολύπλοκη όλου του ανθρώπινου σώματος. Ο καρπός αποτελείται από πολλά οστά και αρθρώσεις. Η πολυπλοκότητα αυτή προσδίδει στο χέρι τη δυνατότητα να κινείται προς όλες τις κατευθύνσεις καθώς και δύναμη για την επιτέλεση των διαφόρων δραστηριοτήτων. Ο καρπός αποτελείται από οχτώ οστά τα οποία διατάσσονται σε δύο σειρές. Η μια έρχεται σε επαφή με τα μετακάρπια, ενώ η άλλη σειρά συνδέεται με τα οστά του αντιβραχίου τη κερκίδα και την ωλένη. Ουσιαστικά ή άρθρωση του καρπού αποτελείται από πολλές μικρές αρθρώσεις προσδίδοντας με τον τρόπο αυτό ιδιαίτερη ευλυγισία και λειτουργικότητα στο χέρι.
Πολλοί τένοντες –καμπτήρες στη παλαμιαία επιφάνεια και εκτείνοντες στη ραχιαία, περνούν από τον καρπό και αποτελούν την κινητήρια δύναμη της άρθρωσης αλλά και της άκρας χείρας. Όλα τα νεύρα του άνω άκρου διασταυρώνονται με τον καρπό, το ωλένιο, το μέσο και το κερκιδικό νεύρο. Τα νεύρα αυτά μεταφέρουν τις εντολές από τον εγκέφαλο προς τους μυς που κινούν το αντιβράχιο, πηχεοκαρπική άρθρωση, το χέρι και τα δάκτυλα, καθώς επίσης επιστρέφουν προς τον εγκέφαλο εντολές σε σχέση με την αισθητικότητα, τον πόνο και τη θερμοκρασία.
Το χέρι αποτελεί το κυρίαρχο όργανο για τη φυσική διαχείριση του περιβάλλοντος τόσο για τις αδρές κινήσεις (σήκωμα μεγάλου βάρους), όσο και τις λεπτές κινήσεις (σύλληψη βελόνας). Οι άκρες των δακτύλων περιέχουν ιδιαίτερα πυκνές νευρικές αισθητικές απολήξεις δημιουργώντας την αίσθηση της αφής η οποία αποτελεί ένα σημαντικό επικοινωνιακό σύστημα του ατόμου. Το χέρι αποτελείται από δεκα εννέα οστά από τα οποία πέντε μετακάρπια που δημιουργούν τη παλάμη καθώς και δεκατέσσερα μικρότερα οστά που δημιουργούν τον αντίχειρα και τα υπόλοιπα δάκτυλα. Ο αντίχειρας αποτελείται από δύο οστά ενώ τα υπόλοιπα δάκτυλα από τρία. Η κίνηση του χεριού είναι πολύπλοκη και ελέγχεται από πολλούς μυς οι οποίοι καταλήγουν στα δάκτυλα. Πολλοί μύες ξεκινούν από τα οστά του αντιβραχίου ενώ άλλοι ξεκινούν και καταλήγουν στα οστά του χεριού. Η ανατομική του αντίχειρα του προσδίδει την ικανότητα της αντιθετικής σύλληψης με τα άλλα δάκτυλα τοποθετώντας τον άνθρωπο ως ξεχωριστό ον από το άλλο ζωικό βασίλειο. Ο τραυματισμός του χεριού αποτελεί μείζονα κάκωση και η σωστή αντιμετώπισή του αποτελεί σαφή προϋπόθεση για την σωστή λειτουργία του.
Σύνδρομο Καρπιαίου Σωλήνα (ΣΚΣ)
Το Σύνδρομο του Καρπιαίου Σωλήνα είναι μία επώδυνη και συνήθως εξελισσόμενη πάθηση που προκαλείται από την συμπίεση του μέσου νεύρου στον καρπό. Προκαλείται κατά κύριο λόγο σε όσους χρησιμοποιούν για πολλές ώρες τον υπολογιστή. Η καθημερινή αυτή δραστηριότητα επηρεάζει έντονα την περιοχή του καρπού προκαλώντας έντονο πόνο. Το Σύνδρομο του Καρπιαίου Σωλήνα οφείλεται στην πίεση που προκαλείται στο μέσο νεύρο κατά την διέλευσή του από τον καρπό. Η πίεση αυτή δημιουργείται από το οίδημα του εγκαρσίου συνδέσμου, μιας ταινίας ινώδους ιστού η οποία αποτελεί το τοίχωμα της παλαμιαίας επιφάνειας του καρπιαίου σωλήνα. Όσο η διόγκωση του εγκαρσίου συνδέσμου γίνεται μεγαλύτερη, τόσο μειώνεται ο χώρος που κινείται το μέσο νεύρο και η πίεση σε αυτό, αυξάνεται.
Κάποιες από τις συχνότερες αιτίες είναι η συνεχής και επαναλαμβανόμενη χρήση του χεριού λόγω εργασίας (π.χ. πολύωρη εργασία στον υπολογιστή), καθημερινών δραστηριοτήτων ή έντονης αθλητικής δραστηριότητας. Ο ηλικιακός παράγοντας παίζει σημαντικό ρόλο, αφού εμφανίζεται κυρίως σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις ο καρπιαίος σωλήνας είναι μικρότερος εξαιτίας κληρονομικών παραγόντων. Παθήσεις όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, οι διαταραχές του θυροειδή αδένα και ο διαβήτης μπορεί να συντελέσουν στην εμφάνιση της πάθησης. Καταστάσεις όπως η εγκυμοσύνη μπορεί να προκαλέσουν την εμφάνιση επίσης. Συχνά, τα συμπτώματα εμφανίζονται προοδευτικά με μικρή ταχύτητα και γι’ αυτό, σε πολλές περιπτώσεις ο ασθενής δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία. Συνήθως, παρατηρείται εντονότερη ενόχληση και πόνος στη παλάμη προς τον αντίχειρα. Τα συμπτώματα σε πρώιμα στάδια δεν είναι συνεχή, ενώ σε προχωρημένα αποκτούν πιο σταθερό χαρακτήρα. Το πρόβλημα συχνά προκαλεί την αφύπνιση του ασθενή κατά τη διάρκεια της νύχτας. Τα πρωινά παρατηρούνται κατά κύριο λόγο σε δραστηριότητες όπως η οδήγηση, το γράψιμο, η πληκτρολόγηση σε υπολογιστή. Οι λεπτές κινήσεις των χεριών, όπως το κούμπωμα ενός πουκαμίσου, πραγματοποιούνται με δυσκολία. Τακτικά, παρατηρείται και η πτώση αντικειμένων από τα χέρια του ασθενή, λόγω της υπαισθησίας που υπάρχει. Σε πιο προχωρημένες περιπτώσεις, υπάρχει ατροφία στη βάση του αντίχειρα.
Η προϋπόθεση για την αντιμετώπιση του συνδρόμου είναι η έγκαιρη και σωστή διάγνωση του. Σκοπός της θεραπείας είναι η ανακούφιση του ασθενή από τα συμπτώματα, η πρόληψη υποτροπών και η αποφυγή μόνιμης βλάβης στο μέσο νεύρο λόγω της πίεσης.
Κάταγμα Χεριού
Κάταγμα λέγεται αλλιώς το σπάσιμο ή το ράγισμα των οστών, σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Τα κατάγματα (σπασίματα) του κάτω άκρου της κερκίδας είναι τα πιο συχνά κατάγματα στην ορθοπεδική. Η σημασία της σωστής αντιμετώπισης αυτών -ειδικότερα όταν αυτά είναι συντριπτικά- (πολλά κομμάτια) και ενδαρθρικά (η γραμμή του κατάγματος φθάνει μέσα στην άρθρωση) είναι μεγάλη. Το κάταγμα μπορεί να συνοδεύεται από άλλες παθήσεις, όπως παγίδευση μέσου νεύρου στον καρπό, ρήξεις τενόντων (εκτεινόντων και κυρίως του μακρού εκτείνοντος του αντίχειρα). Συνήθως τα κατάγματα αυτά προκύπτουν από πτώση με τεντωμένο άνω άκρο και τον καρπό σε ραχιαία έκταση.
Τα συνήθη συμπτώματα σπασίματος χεριού είναι πόνος, παραμόρφωση καρπού, οίδημα της άρθρωσης, αιμάτωμα. Το σπάσιμο χεριού(κάταγμα) μπορεί να αντιμετωπιστεί είτε συντηρητικά είτε χειρουργικά, ανάλογα με την περίπτωση. H συντηρητική αντιμετώπιση των καταγμάτων περιφερικού άκρου κερκίδος αφορά μετά την επιτυχή τους ανάταξη (σε όσο πιο ανατομική θέση γίνεται ), την τοποθέτηση κυκλοτερούς γύψου, για χρονικό διάστημα συνήθως 4 εβδομάδων.
Στη διάρκεια αυτού του διαστήματος γίνεται ακτινολογικός έλεγχος της διατήρησης της ανάταξης του κατάγματος, την πρώτη εβδομάδα , την 15η ημέρα και στο τέλος του διαστήματος των 4 εβδομάδων. Στο τέλος αυτού του διαστήματος, εφόσον υπάρχουν ακτινολογικά σημεία πώρωσης του κατάγματος, γίνεται αφαίρεση του γύψου και ξεκινά κινησιοθεραπεία καρπού-δακτύλων για την ανάκτηση της κινητικότητας του καρπού και των δακτύλων.
Κάταγμα του σκαφοειδούς οστού
Το κάταγμα του σκαφοειδούς οστού αναφέρεται στο σπάσιμο 1 μικρού οστού που βρίσκεται στον καρπό μας. Ο τραυματισμός αυτός προκύπτει συνήθως μετά από πέσιμο και στήριξη στην παλάμη, όπου κατά την πτώση χρησιμοποιήσατε το χέρι σας τεντωμένο για να αποτρέψετε την επαφή σας με το έδαφος ή από δυνατό χτύπημα στο σκαφοειδές. Η παλάμη δέχεται όλο το βάρος σας με αυτόν τον τρόπο και το σκαφοειδές οστό υφίσταται κάταγμα. Η θέση του κατάγματος στο οστό μπορεί να διαφέρει. Το σπάσιμο μπορεί να εντοπίζεται στο κεντρικό, στο μέσο ή στο περιφερικό τμήμα του οστού, με πιο συχνή την περίπτωση του κατάγματος στη μεσότητα. Δεδομένου ότι το σκαφοειδές οστό βρίσκεται από τη μεριά του αντίχειρα, θα παρατηρήσετε εκεί τα συμπτώματα αλλά και στη θέση του οστού.
Αυτά είναι: Πόνος (Μπορεί να γίνεται πιο έντονος όταν κινείτε τον αντίχειρά σας), πρήξιμο, δυσμορφία καρπού, περιορισμένη κίνηση του καρπού
Ανεξάρτητα από το αν η θεραπεία σας είναι χειρουργική ή μη χειρουργική, ίσως χρειαστεί να φορέσετε νάρθηκα έως και 6 μήνες ή έως ότου το κάταγμα σας επουλωθεί. Σε αντίθεση με τα περισσότερα άλλα κατάγματα, τα σκαφοειδή κατάγματα τείνουν να επουλώνονται αργά. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου θα πρέπει να αποφύγετε: Να σηκώνετε, μεταφέρετε σπρώχνετε ή τραβάτε βάρος μεγαλύτερο του μισού κιλού, ρίψη με τον τραυματισμένο βραχίονα, συμμετοχή σε αθλήματα επαφής, αναρρίχηση, συμμετοχή σε δραστηριότητες με κίνδυνο να πέσετε στο χέρι σας, χρήση βαριών μηχανημάτων ή κομπρεσέρ. Μερικοί ασθενείς έχουν δυσκαμψία του καρπού μετά από σκαφοειδή κατάγματα. Αυτό είναι πιο συνηθισμένο σε ασθενείς που φορούν νάρθηκα για μεγάλο χρονικό διάστημα ή απαιτούν εκτεταμένη χειρουργική επέμβαση. Είναι σημαντικό να διατηρείτε την πλήρη κίνηση των δακτύλων καθ’ όλη την περίοδο αποκατάστασης και απαιτείται ένα πρόγραμμα άσκησης.
Αρθρίτιδα
Η οστεοαρθρίτιδα πλήττει τους χόνδρους των αρθρώσεων (το ελαστικό μέρος που καλύπτει το οστό στο σημείο της άρθρωσης) μαζί με το οστό που στηρίζει τον χόνδρο. Φαίνεται να οφείλεται σε φθορά και συσσωρευμένες κακώσεις των αρθρώσεων. Κύριο χαρακτηριστικό της οστεοαρθρίτιδας είναι φθορά των χόνδρων και η εναπόθεση ασβεστίου στις αρθρώσεις. Οι προδιαθεσικοί παράγοντες όπως η λανθασμένη διατροφή, η παχυσαρκία, η κληρονομικότητα, η ηλικία, η εμμηνόπαυση, και το επάγγελμα (πχ έντονη χειρονακτική εργασία ή άρση βαριών φορτίων) συμβάλουν στην εμφάνιση. Υπάρχουν πάνω από 200 τύποι αρθρίτιδας, που μπορούν να χωριστούν σε τρεις βασικές ομάδες: τις φλεγμονώδεις, και τις μη φλεγμονώδεις.
Η αρθρίτιδα συνοδεύεται από πόνους, διογκώσεις, τοπική αύξηση θερμοκρασίας. Η αρθρίτιδα επηρεάζει πάρα πολύ τη ζωή των ανθρώπων, πολλές φορές ο πόνος και η δυσκολία των κινήσεων κάνουν τη καθημερινότητα των ασθενών αυτών αρκετά πολύπλοκη. Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι αυτοάνοσο νόσημα, όπου ο οργανισμός επιτίθεται στις ίδιες τις αρθρώσεις του και τις καταστρέφει σταδιακά. Οι αρθρώσεις σε αυτή την περίπτωση πλήττονται συμμετρικά και μακροπρόθεσμα παραμορφώνονται. Στην ρευματοειδή αρθρίτιδα επηρεάζονται όμως και άλλα όργανα, όπως η καρδιά και πρόκειται για ένα νόσημα που επηρεάζει την υγεία του ατόμου σε πολλαπλά επίπεδα. Και οι δύο μορφές χαρακτηρίζονται από μια σταθερή και σταδιακή επιδείνωση της νόσου.
Όλες οι θεραπείες έχουν στόχο την καθυστέρηση της επιδείνωσης των συμπτωμάτων και με βασικό στόχο να προσφέρουν ανακούφιση από τους πόνους. Η Φυσικοθεραπεία αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της αντιμετώπισης των περισσότερων περιπτώσεων αρθρίτιδας. Η συντήρηση σε ένα καλό επίπεδο της πάθησης, η καλύτερη ποιότητα ζωής και η μείωση του άλγους είναι τα βασικότερα κομμάτια τα οποία η φυσικοθεραπεία προσφέρει. Μέσα από τις κατάλληλες θεραπείες, τις σωστές τεχνικές και την άσκηση μπορεί η αρθρίτιδα να έχει μεγάλη βελτίωση και να μείνει σε ένα καλό επίπεδο χωρίς να επηρεάζει τη ζωή και τη καθημερινότητα.